Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Προβολές ΙΟΥΝΙΟΥ


Για το Punishment Park

88 λεπτά αναβίωσης της "εθνικής αναμόρφωσης" της Μακρονήσου, των Έκτακτων Στρατοδικείων, των Δηλώσεων Μετανοίας στην αμερικάνικη εκδοχή με φόντο την ταραγμένη περίοδο του '60 και '70.

Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του ψευδοντοκιμαντέρ ο Watkins αφηγείται τη διαδικασία "αναμόρφωσης" αρκετών που αμφισβήτησαν την αμερικανική αυτοκρατορία εκ των έσω, ακολουθώντας τη διαδρομή του ειδικού δικαστηρίου και του ιδιότυπου παιχνιδιού-δοκιμασίας που πρέπει να περάσουν οι κατηγορούμενοι στον αντίποδα της έκτισης της ποινής τους.

Η διαδικασία περιλαμβάνει 85 χιλιόμετρα διαδρομή στη μέση της ερήμου με 40 βαθμούς, με τελικό στόχο την αποφυγή της σύλληψης και την προσέγγιση της αμερικανικής σημαίας.

Μέσα από τη δοκιμασία καταγράφονται οι αντιδράσεις των κατηγορούμενων απέναντι στην καταστολή, ανάλογα με την πολιτική τους στάση:

-αυτοί που αποφασίζουν να μην "παίξουν" αλλά να (ξανα)εξεγερθούν σκοτώνοντας 2 εθνοφρουρούς και πέρνοντας όμηρο έναν ξένο δημοσιογράφο,
-οι ειρηνιστές οπαδοί της μη-βίας, που θα φτάσουν ως το τέρμα,
-ο μαχητής του Λαϊκού Στρατού των Μαύρων Πανθήρων,
-η μουσικός,
-η φοιτήτρια,
-οι αντιρρησίες συνείδησης

Όμως όταν όλα τελειώσουν η εξουσία -της έκτακτης ανάγκης- θα έχει επιφυλάξει για όλους το ίδιο τίμημα...

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

27/5...PUNISHMENT PARK

Θα μπορούσε να είχε γυριστεί σήμερα, αύριο, χτες 
ή οποιαδήποτε άλλη εποχή συμβαίνουν τα ίδια.
Απαγορευμένη για πολλά χρόνια στην Αμερική, 
το γιατί γίνεται φανερό από τα πρώτα λεπτά.-

Βρισκόμαστε σε μια φασιστική Αμερική, όπου κάθε αντίθεση στην κυρίαρχη (συντηρητικότατη φυσικά) άποψη έχει ποινικοποιηθεί. Οι κάθε λογής αντιφρονούντες περνάνε από δίκες – παρωδίες και καταδικάζονται από στρατιωτικούς, μπάτσους, πράκτορες, δικαστικούς και εκπροσώπους της “σιωπηλής πλειοψηφίας” (βλέπε ακροδεξιούς) σε πολυετή κάθειρξη. Εκτός αν επιλέξουν να περάσουν 4 μέρες στα “Πάρκα Τιμωρίας”, όπου θα υποβληθούν μέσα στην καυτή έρημο σε μια ιδιαίτερη δοκιμασία ή, αν θέλετε, σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι με τους δεσμοφύλακες και τις δυνάμεις καταστολής (οι οποίες, σημειωτέον, χρησιμοποιούν τα “πάρκα” αυτά και για να εκπαιδευτούν σε πραγματικές συνθήκες και ζωντανούς στόχους). Το ντοκιμαντερίστικο στοιχείο ενδυναμώνεται από το ότι την όλη διαδικασία στη δίκη και στο πάρκο παρακολουθεί, υποτίθεται, ένα ευρωπαϊκό τηλεοπτικό συνεργείο, που γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ για τις νέες αυτές μεθόδους σωφρονισμού (=ισοπέδωσης).
Το καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εκτιμήσει τον βαθμό της ενοχής και να εκδώσει τις ανάλογες ποινές. Τα μέλη του δικαστηρίου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μια νοικοκυρά(και μέλος επιτροπής στρατολόγησης), έναν Γερουσιαστή, έναν καθηγητή Ψυχολογίας, ένα στέλεχος επιχείρησης(και μέλος επιτροπής στρατολόγησης), έναν δημοσιογράφο και έναν συνδικαλιστή. Παρόντες είναι επίσης ένας δικηγόρος και ένα μέλος του FBI. Το “Punishment Park” θα ήταν λάθος να ειδωθεί ως μια ταινία, που ασχολείται μόνο με τα προβλήματα της Αμερικής. Στα πρόσωπα των
Αμερικανών Στρατιωτικών, Αστυνομικών και των μελών του Δικαστηρίου αντικατοπτρίζονται οι ισχυρές πιέσεις, που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες παντού, σε ολόκληρο τον κόσμο και που ωθούν πολλούς από εμάς όλο και πιο βαθιά στον φόβο και στην μισαλλοδοξία – ακόμα και στη βία και την καταστολή – σαν να είναι αυτός ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση.

ΧΡΗΣΙΜΑ LINKS

http://kersanidis.wordpress.com/2008/02/24/wi/

http://www.cinemag.gr/movies.asp?catid=10455&subid=2&pubid=832716#

http://www.apn.gr/?p=1140
 
http://www.myfilm.gr/article2381.html

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Παρασκευή 20/5 : Η Γλυκιά Συμμορία

Σκηνοθέτης: Νίκος Νικολαΐδης
Σενάριο: Νίκος Νικολαϊδης
Φωτογραφία: Άρης Σταύρου
Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος
Ηθοποιοί: Δέσποινα Τομαζάνη, Τάκης Σπυριδάκης, Άλκης Παναγιωτίδης, Τάκης Μόσχος, Δώρα Μασκλαβάνου
Βραβεία: Καλύτερης ταινίας, φωτογραφίας, σκηνικών-κοστουμιών, μοντάζ και ήχου στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1983.
Τοποθεσία: Ελλάδα 1983
Διάρκεια: 151’

Η ιστορία της γλυκιάς συμμορίας είναι το ημερολόγιο της ζωής και του θανάτου μιας ομάδας «ανήθικων ατόμων», μιας ομάδας που έχει φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή, και που ζητάει κάτι για να πιστέψει πολύ, και να πεθάνει γι’ αυτό. Τέσσερα νεαρά άτομα ζουν σε μια μονοκατοικία και επιδίδονται σε μικροκλοπές. Η συμπεριφορά τους τραβάει την προσοχή του κράτους. Αρχίζει η διακριτική παρακολούθηση τους. Μια ομάδα παρακρατικών πολιτών θα ζώσει το σπίτι τους, έχοντας επικεφαλή ένα σιωπηλό ξανθό άντρα. Κάτι θα περιμένει.

Η ταινία είναι μια μελέτη πάνω στο νέο πρόσωπο του παγκόσμιου φασισμού. Είναι μια ιστορία χαράς και τρυφερής αγάπης· μια μουσική θανάτου, μια επίκληση χρωμάτων, γλυκιάς βίας και γέλιου. Είναι η ιστορία τεσσάρων ανθρώπων που θα μπορούσαν να είναι γείτονές σας, που αποφασίζουν να πεθάνουν άσκοπα πίσω από τις κλεμμένες τους καραμπίνες, πετώντας σου κατάμουτρα το σκληρό, κοροïδευτικό γέλιο τους. Ο Νικολαΐδης παρατηρεί με μια ιδιόμορφη ματιά τη σημερινή εποχή ή κάποια κοντινή εποχή, πραγματική ή φανταστική. Δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που μοιάζει με παιχνίδι ζωής που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά, για να μετατραπεί με την ίδια άνεση σε παιχνίδι θανάτου, αφού ο τελευταίος γίνεται ο κατ’ εξοχήν παράγοντας που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά σε όλη την ιστορία. Με μια ιερόσυλη προσευχή, ο Νίκος Νικολαΐδης κηδεύει τη μετεμφυλιακή νεκρολαγνεία που μαστίζει σύσσωμο το ελληνικό σινεμά της εποχής, και αποσύρεται σ’ ένα διώροφο στην Κηφισιά για έναν μαραθώνιο κοινοβιακής προετοιμασίας, χτίζοντας γύρω του έναν νέο, γενναίο κόσμο.

Σε όλη αυτή την ιστορία νεανικότητας, αυθορμητισμού και περιθωρίου, διαδραματίζει λοιπόν πρωτεύοντα ρόλο το σπίτι κοινόβιο, που οι συμπαθείς, ονειροπόλοι «εγκληματίες» μας, έχουν μετατρέψει σε γιάφκα. Αποτελεί το σύνορο του δικού τους κόσμου. Πέρα από αυτό είναι παράνομοι και περιθωριακοί. Μέσα σε αυτό βιώνουν τις δικές τους αξίες του έρωτα, της φιλίας, της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης. Πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες, εκεί όπου οι σκιές κάνουν τόπο στις προσωπικές εμμονές, η πόλη ακυρώνεται και τα όνειρα αρχίζουν να σκαρφαλώνουν στους τοίχους. Όλα τα αντικείμενα παίζουν κάποιο ρόλο στη Συμμορία. Οι ήρωες ζουν σ’ ένα φανταστικό κόσμο που έχουν δημιουργήσει και που τον υπερασπίζονται μέχρι θανάτου. Είναι ένας καθρέφτης του χαρακτήρα τους.

Στο φινάλε της ταινίας, αυτό που παίζει μεγαλύτερο ρόλο, δεν είναι τα σκηνικά, αλλά ο ήχος, το φως και το συναίσθημα. Οι μπίλιες που πέφτουν από το φλιπεράκι, το σούρσιμο της Σοφίας, η μουσική του Χατζηνάσιου και ο πυροβολισμός, που δείχνει ότι οι ήρωες έχουν κάνει την επιλογή τους, να την κάνουν, να ζήσουν ελεύθερα…Ακόμη και ο Σπάιντερμαν στο βάθος δίνει μια αίσθηση ελευθερίας.





Γλυκιά Συμμορία - «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομα σου, και τα ρέστα δικά σου!»

Αθήνα 1983. Ζητείται καταθλιπτική νεράιδα, γυναίκα-βαμπίρ, κλεπτομανής πιερότος και κοινός τσαρλατάνος για αντιεξουσιαστικές δολοπλοκίες στο φως του φεγγαριού.
Ο Νίκος Νικολαϊδης και η Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου ξεκινούν casting για τη «Γλυκιά Συμμορία» στην οδό Φωκυλίδου:


Δώρα Μασκλαβάνου: «Εμένα μ έστειλε ο Τζούμας σ' ένα γραφείο στο Κολωνάκι. Ημουνα 22 χρονών, εντελώς Ούνος ούτε να διαβάσω δεν ήξερα. Κάνω μια ανάγνωση και μου λέει ο Νικολαϊδης».
- «Δεν σε βλέπω ζεστή...».
- «Τι να ζεσταθώ; Κι άμα με διώξεις μετά τι θα κάνω;»
- «Δεν θα σε διώξω, για ζεστάσου να δούμε!»
Δέσποινα Τομαζάνη: «Με τον Νίκο Νικολαϊδη ήμασταν φίλοι πολύ πριν γίνει η Γλυκιά Συμμορία. Εγώ ζούσα τότε στο Παρίσι, είχα ήδη κάνει μια Γαλλοτυνησιακή ταινία, και κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και μου ζητάει ο Νίκος να παίξω το ρόλο της Σοφίας. Οταν μπήκα στην ταινία, είχαν ήδη αρχίσει κάποια γυρίσματα».
Τάκης Μόσχος: «Είχα μόλις γυρίσει στην Ελλάδα λόγω ερωτικής απογοήτευσης, άφραγκος, άστεγος και άγνωστος ό,τι α- έχεις βάλτο! Και μαθαίνω ξαφνικά ότι με θέλει ο Νικολαϊδης. Το είπα σε κάτι φίλους και μου λένε Μαλάκα, ξέρεις ποιος είναι αυτός; Cult σκηνοθέτης! Εγώ έλειπα δέκα χρόνια στη Γερμανία και δεν ήξερα τα εγχώρια τεκταινόμενα.. Πάω λοιπόν με τη λογική του μεροκάματου και μου δίνει ένα φύλλο χαρτί που είχε μια ατάκα όλη κι όλη. Κρίμα! σκέφτηκα, κι εγώ που νόμιζα ότι θα βγάλω κάνα φράγκο.
Τάκης Σπυριδάκης: «Μ εμένα ήταν λίγο πιο κινηματογραφικό το πράγμα. Πέρασε απ το σπίτι μου μια κοπέλα, που τέλειωνε τότε τη σχολή Σταυράκου και με ρώτησε αν ήθελα να πάμε καμιά βόλτα. Πήρε μια φωτογραφία μου από ένα ταμπλό ανακοινώσεων και την πήγε στο γραφείο που δούλευε. Δύο μήνες μετά, ήρθε ένας αγενέστατος βοηθός που είχε τότε ο Νικολαϊδης - μια κινεζόφατσα ονόματι Οδυσσέας - και μου είπε να περάσω απ την οδό Φωκυλίδου να τα πούμε. Ηδη ήξερα και θαύμαζα τα Κουρέλια, αλλά επειδή θα με έδιωχναν από τη σχολή αν έπαιζα σε ταινία πριν αποφοιτήσω, προτιμούσα να φύγω για κάτι που θα άξιζε τον κόπο, όχι επειδή ήπια μια πορτοκαλάδα! Μιλήσαμε κατ ιδίαν με το Νίκο και ξεκινήσαμε αμέσως. Δεν κάναμε καμία ιδιωτική πρόβα».


Με μια ιερόσυλη προσευχή, ο Νίκος Νικολαϊδης κηδεύει τη μετεμφυλιακή νεκρολαγνεία που μαστίζει σύσσωμο το ελληνικό σινεμά της εποχής, κι αποσύρεται σ' ένα διώροφο στην Κηφισιά για έναν μαραθώνιο κοινοβιακής προετοιμασίας, χτίζοντας γύρω του έναν νέο, γενναίο κόσμο.

Δώρα Μασκλαβάνου: «Δεν κάναμε πρόβες με την ορθόδοξη έννοια. Ηταν ένα είδος ζωής που κάναμε εκείνη την περίοδο. Ημασταν όλη μέρα, κάθε μέρα με τον Νικολαϊδη, και παρότι εγώ δεν το καταλάβαινα τότε, η γοητεία αυτού του ανθρώπου δημιούργησε μια κατάσταση και μας έπλεξε μέσα της. Χωρίς να το καταλαβαίνεις, κατάπινες κι αφομοίωνες έναν ιδιαίτερο κόσμο. Εγώ νόμιζα ότι έτσι θα ήταν η ζωή από εδώ και πέρα...»
Τάκης Σπυριδάκης: «Η όλη ιστορία πρέπει να κράτησε τουλάχιστον δυο μήνες. Εγώ, επειδή έμενα και μακριά, συνήθως κοιμόμουνα εκεί. Το είδε πονηρά ο διευθυντής παραγωγής και για να μην ξεστήνουμε τα μηχανήματα κάθε βράδυ, μου είπε να κάνω και τον φύλακα! Αλλά εγώ δε γούσταρα και ζήτησα κάποια φράγκα παραπάνω για να συμπληρώνω το πενιχρό εισόδημα του ηθοποιού. Και μέσα στην άγνοιά μου δεν ξέρω αν ήμουνα κάθε βράδυ εκεί. Μια φορά πάντως που έλειπα έπαθε πανικό ο Νικολαϊδης.
Δέσποινα Τομαζάνη: «Εγώ δεν έμεινα ούτε ένα βράδυ εκεί μέσα. Πήγαινα το πρωί και γύριζα σπίτι μου το βράδυ. Θυμάμαι τις πρώτες μέρες ο Νίκος ήταν σχεδόν άρρωστος από την αγωνία για το αν θα βγει αυτό που έχει φανταστεί. Μετά ηρέμησε, όμως, γιατί μείναμε κάπου τρεις μήνες σ' αυτή την έπαυλη».
Τάκης Μόσχος: «Μας μάζευε στο σπίτι του τότε ο Νίκος -η Μαρί-Λουίζ μαγείρευε- και περνάγαμε ώρες εκεί πέρα. Ζούσαμε σχεδόν μαζί. Κάθε προσωπικότητα δημιουργεί γύρω της μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Την προετοιμασία που κάναμε με τον Νίκο, εγώ δεν την ξανάκανα γι άλλη ταινία. Λίγες βδομάδες πριν την έναρξη των γυρισμάτων όμως τσακώθηκε με τον Ρέτσο, κι έτσι έγινα εγώ ο Αργύρης».
 
Πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες, εκεί όπου οι σκιές κάνουν τόπο στις προσωπικές εμμονές, η πόλη ακυρώνεται και τα όνειρα αρχίζουν να σκαρφαλώνουν στους τοίχους. Τι γίνεται όμως όταν ο οικοδεσπότης καταπίνει για πάντα το κλειδί της εξώπορτας;

Τάκης Μόσχος: Μας τσάκισε τα νεύρα ο Νικολαϊδης! Ηταν πολύ εγωιστής ο άνθρωπος. Ηταν συχνά πολύ απαιτητικός, πολύ αυστηρός. Αλλά ήμασταν νέοι τότε, εγώ ειδικά δεν μπορώ καν να πω ότι ήμουν νέος ηθοποιός, ήμουν απλά νέος. Τι νέος δηλαδή, 35 χρονών ήμουνα, αλλά δεν είχα πάρε δώσε με το χώρο και ήμουνα κι ευαίσθητο παιδί και πολύ συχνά πικραινόμασταν θυμάμαι. Ρίξαμε πολύ κλάμα για τη «Συμμορία»... Ισως όμως όλη αυτή η ένταση να πρόσθεσε σ' αυτό το κλειστοφοβικό της ταινίας.
Τάκης Σπυριδάκης: «Και η στενοχώρια μέρος του λόγου είναι. Δεν ζούσαμε μέσα σε ενυδρείο! Αυτό που δεν μπορώ να ξεχάσω εγώ ήταν η στάση του απέναντι στα πράγματα. Είχε μια φοβερή λεπτότητα και ευγένεια. Βέβαια ήταν και πονηρός γιατί όσο νέοι κι αν ήμασταν, ο καθένας κουβαλούσε μέσα του κάτι πολύ δικό του. Η Δώρα π.χ. κοιτούσε με το ίδιο ύποπτο βλέμμα που κοιτάει και τώρα, δεν εκφραζόταν εύκολα κι ο Νικολαϊδης το πιασε αυτό και μας άφησε να το καταθέσουμε στην ταινία. Εγώ έφερα τα μπιλιάρδα, τα νυχτερινά γυμνάσια, τον δρόμο που κουβαλούσα, κι αυτός δεν το στυλιζάρισε, το άφησε να φαίνεται γραμμένο πάνω μου».
Δώρα Μασκλαβάνου: «Και η Δέσποινα, που ήρθε λίγο προς το τέλος, και ήταν πιο έμπειρη και είχε περισσότερες εικόνες σε σχέση με μας - αυτή την απόσταση της από τα πράγματα τη χρησιμοποίησε».
Δέσποινα Τομαζάνη: « Μετά τα γυρίσματα της ταινίας πάντως, ουδέποτε ξανασυναντήθηκα με τον Νίκο Νικολαϊδη. Γιατί στην Ελλάδα ένας τρόπος να μην ξαναδείς τους φίλους σου είναι να συνεργαστείς μαζί τους».

Μια συμμορία που αρχίζει απ το τρία (Μαρίνα + Αργύρης + Σοφία = κίνδυνος) για να πάει στο τέσσερα (Μαρίνα + Αργύρης + Σοφία + Αντρέας = σίγουρος θάνατος), αντιμετωπίζοντας τη ζωή με γεωμετρικά αυξανόμενη περιφρόνηση είναι αυτομάτως καταδικασμένη, αφού ούτως ή άλλως, απ την αρχή φλερτάρει με το τέλος. Αντίρρηση κανείς;

Δέσποινα Τομαζάνη: «Πολλοί άνθρωποι δεν καταλάβαιναν γιατί είχε γίνει αυτή η ταινία... Ηταν μια παρανομία με ρομαντικές εκρήξεις που όμως έφερε μέσα της μια πραγματικότητα που τη συναντάς αργότερα.
Τάκης Σπυριδάκης: «Ολοι συμφωνήσανε ότι ήταν πολύ σκληρό το τέλος και ότι δεν ήταν φυσική συνέπεια. Οτι έγινε μόνο για το θέαμα. Ο θεωρητικός λόγος ήταν άδικος με τον Νικολαϊδη, ήθελε να τον σβήσει από το χάρτη».
Τάκης Μόσχος: «Τι να κάνεις με τέσσερα άτομα που κλέβουν, κοροϊδεύουν και έχουν τραβήγματα με όπλα; Η φυσική απόληξη είναι ο θάνατος. Πού να το πας παρακάτω; Οτι τι; Σ ένα κράτος νόμου, τέτοιες ομάδες αργά ή γρήγορα εξολοθρεύονται. Βλέπε 17 Νοέμβρη. Ενα κι ένα κάνουν δύο, πού να πάει παρακάτω; Να το κάνεις σίριαλ;
Δώρα Μασκλαβάνου: Είναι άνθρωποι που περιφρονούν την εξουσία, τι θα κάνουν δηλαδή; Θα νικήσουν την εξουσία για να γίνουν αυτοί εξουσία; Δεν γίνεται αυτό...

Η «Γλυκιά Συμμορία» ως απόλυτη νουάρ ειδωλολατρεία, συμμάχησε με τα αντικείμενα εντός και εκτός κάδρου. Αθώες κλοπές και μικρές απώλειες αποτίνουν το φόρο τιμής σ' έναν σκηνοθέτη που ήθελε πάντα το κάδρο του γεμάτο. Ηρθε η ώρα να ζητήσετε άφεση αμαρτιών.

Δώρα Μασκλαβάνου: «Εγώ είχα πάρει ένα κουτί μπίλιες, αλλά δεν ήταν μέρος του σκηνικού, το είχα βρει παρατημένο».
Τάκης Σπυριδάκης: «Εγώ έχω μια λόξα. Μετά το γύρισμα κάθε ταινίας, παρόλο που είχα ήδη φάει τα πενιχρά μου έσοδα, αγόραζα ένα zippo για πάρτη μου. Στη «Συμμορία» ζήτησα εκείνο το zippo που παίζαμε, αλλά δεν μου τον έδωσαν και τον έκλεψα»!
Τάκης Μόσχος: Εγώ δεν έκλεψα τίποτα, αντίθετα μου κλέψανε! Στην ταινία έπαιζα με δικά μου ρούχα και είχα ένα ψευτοδερμάτινο μπουφάν, λίγο μοτοσικλετίστικο, που το είδε ο Νικολαϊδης και του άρεσε. Ηταν ένα πλαστικό πράγμα, πολύ φτηνό, αλλά μου το έκλεψαν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το είχα αφήσει στην πολυθρόνα μου, βγήκα να πάω στο μπαρ και όταν γύρισα είχε κάνει φτερά. Κάποιος θαυμαστής. Ελεγα δεν θα τον συναντήσω τον πούστη καμιά φορά στο δρόμο; Ε, δεν τον συνάντησα ποτέ».
Δέσποινα Τομαζάνη: «Τα ρούχα που φόραγα στη «Γλυκιά Συμμορία» τα είχα βρει εγώ. Σε όλες τις ταινίες που έχω παίξει φορούσα και δικά μου ρούχα για να αισθάνομαι οικεία. Θυμάμαι ήτανε χειμώνας, έκανε κρύο και το μακιγιάζ γινότανε με μια μικρή ηλεκτρική σόμπα. Εγώ είχα φέρει μια μπλούζα απ το Παρίσι, όπου σε μια βιαστική αλλαγή γλίστρησε, έπεσε και κάηκε. Αυτή η μπλούζα μου κάψε την καρδιά και την έκαψε η σόμπα»!

Καταλήγοντας, ανώνυμα

«...Ο Νίκος δεν ξέχασε κανέναν από τους ηθοποιούς του, ανεξάρτητα απ το τι συνέβη μετά... Οπως κανένας από εμάς δεν μπορεί να ακυρώσει τη δημιουργία του άλλου, έτσι δεν μπορεί να ακυρώσει τη σχέση του κάθε ηθοποιού με τον Νίκο. Τώρα το πώς εκφραζόταν για τον καθένα είναι άλλο θέμα, μπορεί να εκφραζόταν και με λάθος τρόπο, αλλά δεν τους ξέχασε ποτέ, αφού τον ενσαρκώσανε. Πάντα μιλούσε γι αυτούς και πάντα τους σκεφτόταν...».

Το ρεπεράζ του ονείρου



Συμβία, συνένοχη και φυσική συνέχεια του Νίκου Νικολαϊδη, η πολυβραβευμένη σκηνογράφος και ενδυματολόγος Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου έδωσε όγκο, υφή και απόχρωση στο όνειρο, στεγάζοντας μια συμπυκνωμένη κινηματογραφική επανάσταση σε μια ταινία- φετίχ για όλους όσους προτιμούν να κλείνονται στα σπίτια τους και να ονειρεύονται την πόλη όπως τη θέλουν αυτοί. Η Μαρί-Λουίζ διηγείται...
«Στις περισσότερες ταινίες μας έχουμε χρησιμοποιήσει τους προσωπικούς μας χώρους η μέρος αυτών. Οι μόνες ταινίες που γυρίστηκαν σε νοικιασμένα σπίτια, ήταν η Γλυκιά Συμμορία, ο Χαμένος Τα Παίρνει Ολα και το Zero Years. Το ρεπεράζ το κάναμε πάντα παρέα με τον Νίκο. Το σπίτι της Συμμορίας το βρήκαμε συμπωματικά από μια φίλη και γειτόνισσα που ήξερε τι ψάχναμε και μας είπε ότι εκεί έμεναν κάτι τύποι περιθωριακοί που έκρυβε ένας γνωστός της αναρχικός δικηγόρος. Ρώτησαν τι είδους σενάριο ήταν αυτό κι όταν τους είπε ο Νίκος την ιστορία, δέχθηκαν να φύγουν και να δώσουν το σπίτι για γύρισμα».
«Λίγες ημέρες πριν από το γύρισμα της ταινίας, παρουσιάστηκαν μπροστά μου κάτι περίεργοι άγνωστοι, που έμοιαζαν όλοι με ξαδέρφια του Τσε Γκεβάρα και μου είπαν: Δώσε μας να διαβάσουμε το σενάριό σου για να σου πούμε αν πρέπει να γυρίσεις αυτήν την ταινία. Εγώ φυσικά το έδωσα. Μετά από δύο μέρες ήρθαν πάλι και μου είπαν: Μας αρέσει, μπορείς να γυρίσεις αυτό το σενάριο... κι εγώ το γύρισα». Νίκος Νικολαϊδης


«Από την πρώτη μας ταινία, την Ευρυδίκη, που τα οικονομικά μας μέσα ήταν ανύπαρκτα, προσπάθησα να βρω λύσεις που να μην στοιχίζουν. Από τότε λοιπόν, μάζευα από το Μοναστηράκι διάφορα αντικείμενα που μου άρεσαν και είχα πολύ καλούς φίλους που μου δάνειζαν πράγματα από το σπίτι τους. Ο Νίκος ήθελε πάντα το κάδρο του να είναι γεμάτο. Εμαθα κι εγώ, βάζοντας το μάτι στο φακό, να φτιάχνω το κάδρο όπως το ήθελε. Φορτωμένο και υπέροχο»!
«Ητανε φοβερά κολλημένος με την αμερικανική κουλτούρα του 50, ντύσιμο, τρόποι, συμπεριφορές... Την είχε ιεροποιήσει εντελώς. Ηταν τα δικά του νιάτα... Τον δικαιολογώ! Εκανα κι εγώ το σφάλμα να ταυτιστώ αργότερα με αυτή την ταινία. Εβλεπα και τον κόσμο που με είχε γνωρίσει και αγαπήσει με τη Συμμορία και το παιξα για λίγα χρόνια μάγκας, αλλά δεν μου βγήκε σε καλό...». Τάκης Μόσχος


«Αγαπούσαμε και οι δύο την δεκαετία του 50, τα φιλμ νουάρ, τα κόμικς και φυσικά ήταν συνειδητή η ενσωμάτωση αυτή, μαζί όμως και με άλλες κουλτούρες που μου αρέσει να ανακατεύω. Με τη βοήθεια μιας φίλης που είχε μία υπέροχη συλλογή από μουσειακά κομμάτια, έστησα αυτόν τον κόσμο τον ονειρικό, τις κούκλες, τα ξύλινα παιχνίδια, μουσικά κουτιά, μαζί με παλιές πρωτότυπες κιν/φικες αφίσες του Βακιρτζή, τα φλιπεράκια, τα παλιά φωτιστικά και το νέον που έδινε μια ποπ και ταυτόχρονα απειλητική αίσθηση στην όλη κατάσταση».
«Εγώ θυμάμαι έφτιαχνα καφέδες, γιατί ήμουνα κορίτσι και αυτοί ήταν κύριοι. Μετά κατάλαβα ότι ενθουσιαζόταν το συνεργείο. Στα διαλείμματα παίζαμε φλιπεράκια και μας ταϊζε η Μαρί-Λουίζ χορτόσουπες με μεδούλι, ήταν άλλη κατάσταση! Ημασταν υιοθετημένοι κανονικά». Δώρα Μασκλαβάνου


«Ο Τάκης (Σπυριδάκης) είχε εγκατασταθεί κανονικά, έβαφε, έκανε μαραγκοδουλειές και μάζευε ξύλα για το τζάκι. Η Δώρα έζησε κι αυτή αρκετές μέρες στο σπίτι, βάφοντας, βοηθώντας στο στήσιμο του ντεκόρ και φτιάχνοντας καφέ. Ο Τάκης ο Μόσχος δεν τα κατάφερε να μείνει πολύ, γιατί κρύωνε. Ηταν το σπίτι τους, το σπίτι μας, χώρος συμβίωσης, το ορμητήριό μας. Εκεί γινόντουσαν οι πρόβες, εκεί ράβαμε τα ρούχα, εκεί τρώγαμε ζεστές χορτόσουπες κι εκεί άρχισα να καπνίζω για πρώτη φορά στη ζωή μου...».
«Μέχρι να εμφανιστεί ο Νικολαϊδης στην Ελλάδα, κανείς δεν είχε αγγίξει αυτή τη θεματολογία. Είναι από τους πρώτους σκηνοθέτες που έδωσαν πολύ μεγάλο βάρος στον σκηνικό χώρο. Εδωσε πολύ μεγάλο βάρος στην ηχητική μπάντα. Εδωσε πολύ μεγάλο βάρος στο πώς μπαίνει και πώς βγαίνει η μουσική μέσα στην ταινία. Εδωσε μεγαλύτερη σημασία στη συλλογική σύνθεση και όχι στη μονομέρεια. Τον ίδιο ρόλο που παίζαμε εμείς έπαιζε και το σκηνικό». Τάκης Σπυριδάκης


«Νομίζω ότι όλα τα αντικείμενα παίζουν κάποιο ρόλο στη Συμμορία. Οι ήρωες ζουν σ' ένα φανταστικό κόσμο που έχουν δημιουργήσει και που τον υπερασπίζονται μέχρι θανάτου. Είναι ένας καθρέφτης του χαρακτήρα τους. Στο φινάλε της ταινίας πάντως, αυτό που παίζει μεγαλύτερο ρόλο, δεν είναι τα σκηνικά, αλλά ο ήχος, το φως και το συναίσθημα. Οι μπίλιες που πέφτουν από το φλιπεράκι, το σούρσιμο της Σοφίας, η μουσική του Χατζηνάσιου και ο πυροβολισμός, που δείχνει ότι οι ήρωες έχουν κάνει την επιλογή τους, να την κάνουν να ζήσουν ελεύθερα... Βέβαια και ο Σπάιντερμαν στο βάθος δίνει μια αίσθηση ελευθερίας...».
«Η ταινία αυτή δεν έχει ιθαγένεια, έχει όμως μια προφητική διάσταση μέσα στο χρόνο και αυτό οφείλεται στην ευαισθησία και το ταλέντο του Νίκου. Είναι πολύ επηρεασμένη από το αμερικανικό σινεμά, που ο Νίκος το λάτρευε και το ήξερε και πολύ καλά, αλλά θεματολογικά πιστεύω πως έχει ένα ρομαντισμό διαφορετικό, από την άλλη όχθη του ποταμού. Είναι μια παρανομία με ρομαντικές εκρήξεις». Δέσποινα Τομαζάνη


«Η αύρα που δημιουργήθηκε γύρω από τη Γλυκιά Συμμορία δεν αφορούσε κανέναν μας, μονάχα την ίδια την ταινία εξαιτίας της γνησιότητάς της, γιατί θίγει θέματα που έχουν σχεδόν ξεχαστεί, τη συντροφικότητα, την αγάπη, την ελπίδα, την επιλογή για αυτοδιάθεση, τις αξίες του καθένα μας. Η δύναμη μέσα στο χρόνο είναι αυτή που στηρίζει ένα έργο κι όχι οι θεωρητικοί».

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Η Παρισινή Κομμούνα




La Commune (Paris, 1871). Γαλλία, 2000. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πίτερ Γουότκινς. Ηθοποιοί: 220 ερασιτέχνες ηθοποιοί. 345'

Τολμηρή, συγκλονιστική ανάπλαση της Παρισινής Κομμούνας, της σύντομης εξέγερσης των εργατών και της εθνοφρουράς, το 1871, που για ένα σύντομο διάστημα κατάφερε να δημιουργήσει μια σοσιαλιστική κοινωνία, βασισμένη στη δικαιοσύνη και την πραγματική ελευθερία του πολίτη.
Ηθητεία του Βρετανού Πίτερ Γουότκινς στην τηλεόραση του BBC είναι καταφανής σ' όλες τις ταινίες του, ιδιαίτερα σ' αυτή την εκπληκτική, μοναδική στο είδος της, «Κομμούνα», από τα πιο μεγάλα σε διάρκεια έργα του: ντοκιμαντεριστικό στιλ, κάμερα στο χέρι, συνεντεύξεις, αποστασιοποίηση του ηθοποιού από το ρόλο. Κάτι που πρόβαλε για πρώτη φορά ο Ντζίγκα Βέρτοφ και αργότερα οι σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ με επικεφαλής τον Γκοντάρ, αλλά και το σινεμά-βεριτέ, καθώς και ο Μπρεχτ στο θέατρο.
Ολα αυτά μαζί με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: την ανάπλαση ενός συγκεκριμένου γεγονότος με την παρουσία «ζωντανής» κάμερας και ζωντανών συνεντεύξεων που, αν και αντικειμενικά αδύνατη, ο σκηνοθέτης καταφέρνει με τη φαντασία του να υλοποιήσει.
Η Παρισινή Κομμούνα δημιουργήθηκε στο τέλος του γαλλο-πρωσικού πολέμου, σε μια περίοδο που το Παρίσι βρισκόταν υπό πρωσική κατοχή. Οι εργάτες, η εθνοφρουρά και οι ριζοσπάστες διανοούμενοι εξεγέρθηκαν ενάντια στα στρατεύματα του Μπίσμαρκ και την κυβέρνηση των Βερσαλιών και ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της πόλης με βάση μια καθαρά σοσιαλιστική φιλοσοφία: επιβάλλοντας πάγωμα των τιμών, κλείνοντας τα ενεχυροδανειστήρια, κρατικοποιώντας την εκκλησιαστική περιουσία, αναβάλλοντας την καταβολή των χρεών, εξισώνοντας τους μισθούς των υπαλλήλων και καταργώντας τους τόκους. Η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία (όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη) δεν μπορούσε να ανεχθεί ένα τέτοιο καθεστώς, γι' αυτό και ο στρατός επενέβη. Δύο μήνες μετά και μια πολιορκία που κατέληξε στη «Ματωμένη Βδομάδα», όπου σκοτώθηκαν περίπου 25 χιλιάδες Παριζιάνοι (μαζί και γυναικόπαιδα), η εξέγερση κατεστάλη. Η ουτοπιστική όμως αυτή κοινωνία των κομμουνάρων στάθηκε πρότυπο για κατοπινές εξεγέρσεις (από την επανάσταση των μπολσεβίκων μέχρι τον γαλλικό Μάη του '68).
Ο Γουότκινς ξεκίνησε με την προϋπόθεση ότι το 1871 στο Παρίσι υπήρχε τηλεόραση, που του έδινε την ευκαιρία να καλύψει την ιστορία ως τηλεοπτικό γεγονός, με την ανατρεπτική όμως ματιά ενός καινοτόμου ιστορικού, στο πνεύμα ενός Χάουορντ Ζιν. Με κάμερα στο χέρι, μαυρόασπρο φιλμ και τις τεχνικές του ντοκιμαντέρ, οι ρεπόρτερ της τηλεόρασης της Κομμούνας παρακολουθούν με πάθος τα γεγονότα και καταγράφουν αντικειμενικά τις συζητήσεις τόσο από τους πολιτικούς όσο και από τους απλούς εργάτες (ιδιαίτερα τις πλύστρες και ράφτρες, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην Κομμούνα), με όλες τις αντιθέσεις αλλά και τους ρητορισμούς και την κάποια ανοργανωσιά (από τις λιγοστές αδυναμίες της Κομμούνας). Ενας ρεπόρτερ της τηλεόρασης των Βερσαλιών καταγράφει την αντίθετη άποψη, δίνοντας στον Γουότκινς την ευκαιρία να σχολιάσει τον ελεγχόμενο συχνά ρόλο των ΜΜΕ.
Η ταινία γυρίστηκε σ' ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο του Μοντρέιγ (παλιότερα στούντιο του Ζορζ Μελιές), με τους περίπου 220 ερασιτέχνες ηθοποιούς να ερευνούν και να σχολιάζουν τους ρόλους τους και να συζητούν τα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά θέματα της εποχής. Αποτέλεσμα μια τολμηρή, εκπληκτική, ανεπανάληπτη, οπτικά συναρπαστική ταινία-ποταμός (διαρκεί σχεδόν έξι ώρες), που στις μέρες μας αποκτά μια ξεχωριστή επικαιρότητα.

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Παρασκευη 13/5 : Να είσαι εκεί κύριε Τσανς


Πρωτότυπος τίτλος: Βeing there
Ετος: 1979    Είδος: Σαρκαστική, πολιτική, κοµεντί
Σκηνοθεσία: Χαλ Ασµπι    Σενάριο: Γιέρζι Κοζίνσκι (από το µυθιστόρηµά του «Βeing there) και uncredited Ρόµπερτ Τζόουνς
Cast: Πίτερ Σέλερς, Σίρλεϊ ΜακΛέιν, Μέλβιν Ντάγκλας, Τζακ Γουόρντεν, Ρίτσαρντ Μπέιζχαρτ
Μουσική: Τζόνι Μάντελ   Φωτογραφία: Κάλεµπ Ντετσάνελ
Διάρκεια: 130΄     Χώρα: ΗΠΑ


«Να είσαι εκεί κύριε Τσανς»
Οσα είπε ο Χαλ Ασµπι στο «Βeing there» και όσα ακόµα περισσότερα είπε ο ακούνητος και πανηλίθιος Τσανς Γκάρντνερ, τουτέστιν ο Πίτερ Σέλερς, δεν µπόρεσε να τα εκφράσει ο Ρόµπερτ Ζεµέκις στην πασίγνωστη και πολυβραβευµένη, µε έξι Οσκαρ, τσιχλόφουσκα «Forrest Gump». Ο θρίαµβος µιας µικρής ταινίας από τον θρίαµβο µιας γιγαντιαίας βλακείας!

Το στόρι υπόδειγµα µοναδικό. Γραµµένο από τον Πολωνό Γιέρζι Κοζίνσκι (1933-1991). Ο οποίος, µάλιστα, στους «Κόκκινους» (Reds, 1981) του Γουόρεν Μπίτι υποδύεται τον µεγαλοµπολσεβίκο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ (1883) που τον Αύγουστο του 1936 εκτελέστηκε µε εντολή του συντρόφου Στάλιν.

Ο Chance, λοιπόν. Ενας απλός, αναλφάβητος, µε ακατοίκητο βλέµµα κηπουρός. Με πέντε ταυτόχρονα χαρακτηριστικά.

Οπως άλλωστε εξηγούν τη λέξη Chance τα αγγλοελληνικά λεξικά: σύµπτωση, συγκυρία, πιθανότητα, ευκαιρία, τυχαία (by chance). Κηπουρός στην οικία ενός γέρου, εγκατεστηµένη στην Washington D.C. Μοναδική συντροφιά του Τσανς η ΤV. Από τον κήπο µε τα φυτά, στο χαζοκούτι µε τα ζωντανά «ζαρζαβατικά». Το Αmerica ο απέραντος λαχανόκηπος του Western Civilisation. Ετσι, κουτί το σπίτι. Κονσερβοκούτι το κρεβάτι. 
 

Κουτί ο κήπος. Από ένα κουτί η επικοινωνία, η µόρφωση και η δική του καθηµερινή ψυχαγωγία. Ετσι, µε το σφουγγάρι ενός µικρού παιδιού αφοµοιώνει κάθε κοινοτοπία, κάθε σοβαροφανή κουτουράδα, κάθε διαφηµιστικό µήνυµα. Ω, τι κουτί, κουτοί!

Εντελώς συγκυριακά, πάπαλα το αφεντικό του κυρίου Τσανς. Οµως by chance πέφτει πάνω στο ευυπόληπτο ζεύγος του κυρίου Μπέντζαµιν και της κυρίας Ιβ Ραντ. Ο σύζυγος, ο Μπεν, τυχαίνει να είναι κολλητός και µυστικοσύµβουλος του Μπόµπι, του προέδρου των ΗΠΑ. Συµπτωµατικό κι αυτό. Εντός λοιπόν της λιµουζίνας, αυτό το αµίλητο φυτό, από καιρού εις καιρόν ανοίγει το στόµα του και εκτοξεύει κάτι κοινοτοπίες και σοβαροφανείς κουτουράδες, copy paste των συνθηµάτων και των πάσης φύσεως διαφηµιστικών µηνυµάτων. Οπως, «πράσινη ανάπτυξη», «εµπιστοσύνη», «αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει». Οπως «Η χώρα ένα απέραντο τρελοκοµείο» (από τον µακαρίτη έλληνα εθνάρχη αυτό).


Αυτό ήταν. Οι επιβάτες αυτού πολυτελούς «κουτιού», της λιµουζίνας ντε, εκλαµβάνουν τις µαλακίες του Τσανς ως πολιτικές σοφίες. Κι έτσι ο Τσανς πάλι by chance και πάλι λόγω απέραντης και απροσµέτρητης βλακείας που έχει εγκατασταθεί ακόµα και στους τοίχους του Λευκού Οίκου, αναγορεύεται σε εξ απορρήτων του εξ απορρήτων του προέδρου των ΗΠΑ. Κι όπως µε τις µέντιουµ και τις καφετζούδες, έτσι και µε τον κλειστό κύκλο της Ουάσιγκτον DC. Ολοι, µα όλοι προστρέχουν εκλιπαρώντας λίγα ψίχουλα µεγαλοφυΐας απ
αυτό το συµπαθέστατο, µοναχικό, θλιβερό, αναλφάβητο και ζωντανό «φυτό». What is your name Μr. Chance? Εκείνος, αντί για το επίθετό του, που δεν γνωρίζει, πετάει την ιδιότητά του.

Δηλαδή Gardener. Κηπουρός. Κι εκείνοι το «διαβάζουν» ως Gardner. Ετσι, ο Τσανς Γκάρντνερ καταλήγει σε talk of the town και υποψήφιος πρόεδρο των Ηνωµένων Πολιτειών! 


Το Colpo Grosso του µακαρίτη Χαλ Ασµπι (1929-1988) πέφτει σαν ηχηρή καρπαζιά στον εγκέφαλο του Ρόµπερτ Ζεµέκις και του «Forrest Gump». Αντί δηλαδή να επιλέξει τον εύκολο δρόµο της µπαλαφάρας, να δείχνει και να φωνάζει πως αυτό που βλέπουµε µπροστά µας είναι αστείο και εποµένως πρέπει να γελάσουµε βροντωδώς, εκείνος ακολουθεί το ανάποδο ακριβώς. Δηλαδή διαχειρίζεται την ηλιθιότητα, τη χαζοµάρα και την ανοησία µε υποδειγµατική σοβαρότητα. Απ αυτή την κόντρα προκύπτει χαρµάνι εξαιρετικό. Και απ αυτό το χαρµάνι προκύπτει κάτι το εντελώς ρεαλιστικό. Πώς δηλαδή όλοι εµείς, οι πολίτες, οι ψηφοφόροι και πελάτες του τηλεοπτικού λαχανόκηπου, καταβροχθίζουµε τόνους µακακίας µε το στόµα ανοικτό. Τουτέστιν, µ ένα σµπάρο τρία τρυγόνια: Και την πολιτική. Και την τηλεόραση. Και τον θεατή. Ολοι, µα όλοι «κηπουροί». Καταλάβαµε εµείς τα κωθώνια;

Αµφιβάλλω. Γιατί, όπως έλεγε και ο αείµνηστος Αϊνστάιν «Το Σύµπαν µπορεί κάπου να τελειώνει. Η ανθρώπινη βλακεία πουθενά»!


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Παρασκευή 06/05: La Zona

Σκηνοθεσία: Rodrigo Pla
Σενάριο: Rodrigo Pla, Laura Santullo




Το La Zona είναι ένα θρίλερ του σκηνοθέτη Rogrigo Pla, στο οποίο αντιπαρατίθεται η φτώχεια του σύγχρονου Μεξικού με τις βαριά οχυρωμένες κοινότητες των πλούσιων μεγαλοαστών και των οικογενειών τους.
            Ο τίτλος αναφέρεται σε μια φανταστική πλούσια συνοικία της πόλης του Μεξικού. Μια ουτοπία με όμορφα σπίτια, αστραφτερό γκαζόν και παιδιά με κομψές σχολικές στολές, η οποία είναι ξεκομμένη από τις φτωχογειτονιές, καθώς είναι περιφραγμένη με συρματοπλέγματα και γεμάτη σεκιουριτάδες και συστήματα ασφαλείας, ενώ παράλληλα είναι απαλλαγμένη από κάθε συμβατικό αστυνομικό έλεγχο, συνθήκη που έχει υπογραφεί από δικαστές οι οποίοι έχουν διασυνδέσεις με πλούσιους δικηγόρους που ζουν μέσα στη συνοικία.
            Η κοινότητα τρομοκρατείται όταν μια πλούσια γυναίκα βρίσκεται άγρια δολοφονημένη από τρεις νεαρούς που καταφέρνουν με κάποιο τρόπο να παραβιάσουν την οχύρωση: δύο από αυτούς σκοτώνονται από φρουρούς και ένοπλους πολίτες, αλλά ο τρίτος, ένα αγόρι, παραμένει ασύλληπτος κάπου εκεί μέσα. Αυτό που προβληματίζει τους κατοίκους είναι το γεγονός πως ένας από τους «εισβολείς» ανήκε στο προσωπικό ασφαλείας. Φαίνεται πως πρόκειται για μια δουλειά από μέσα. Έτσι, αποφασίζουν να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους με το δικό τους τρόπο, κρατώντας μακριά την αστυνομία.
            Όταν ένας μπάτσος καταφέρνει τελικά να αποκτήσει πρόσβαση και αρχίζει τις ερωτήσεις, οι κάτοικοι νιώθουν ότι πρέπει να κινητοποιηθούν άμεσα΄ αποσιωπούν το γεγονός του φόνου, ξεφορτώνονται τα πτώματα και εξαπολύουν ένα τεράστιο ανθρωποκυνηγητό για να βρουν το αγόρι και να το σκοτώσουν.