Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Προβολή: Πριν τη βροχή (13/12, 9μμ)


Εθνικισμοί, θρησκευτικοί διαχωρισμοί και εμφύλιος πόλεμος στα Βαλκάνια των 90's. Η πρώτη ταινία του Μίλχο Μαντέφσκι.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Ξεκινούν οι αυτοοργανωμένες προβολές

"Η Λευκή Κορδέλα", Πέμπτη 29 Νοέμβρη στις 21.00



Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

2η συνάντηση "κινηματογραφικής λέσχης"!

2η συνάντηση για τη διαμόρφωση της λειτουργίας των κινηματογραφικών προβολών την επόμενη Πέμπτη στις 20.00. Έχει ήδη διαμορφωθεί το αρχικό πλαίσιο σε νέα βάση.

Όσοι πιστοί προσέλθετε.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

1η συνάντηση ομάδας προβολών για τη φετινή χρονιά

Την Πέμπτη 20/9 στις 19.00 θα γίνει συνάντηση για τη φετινή οργάνωση της Κινηματογραφικής Ομάδας, όποιος ενδιαφέρεται καλοδεχούμενος...

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Προβολές...από Σεπτέμβρη

Η ομάδα προβολών έκλεισε τον κύκλο της για τη φετινή "σεζόν". Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι δε θα οργανωθούν προβολές στο χώρο μες το καλοκαίρι.

Πάντως, από Σεπτέμβρη θα γίνουν ξανά ανοιχτές συναντήσεις για να διαμορφωθεί νέο πλαίσιο λειτουργίας.

Μέχρι τότε καλή δύναμη...

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Πέμπτη 28/06: Clerks (1994)





Σκηνοθεσία: Kevin Smith
Σενάριο: Kevin Smith
Πρωταγωνιστές: Brian O' Halloran, Jeff Anderson, Marilyn Ghigliotti
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Χρονολογία Παραγωγής: 1994






          Δύο παλιοί συμμαθητές και υπάλληλοι σε συνοικιακά μαγαζιά, ο Dante που δουλεύει στο τοπικό market και ο Randal που δουλεύει στο διπλανό video club. Ο πρώτος είναι υπεύθυνος, συντηρητικός και φέρεται καλά στους πελάτες, ο δεύτερος βρίσκεται στο εντελώς αντίθετο άκρο. Η φιλία τους θα δοκιμαστεί κατά τη διάρκεια μιας τρελής μέρας, όταν και θα συμβεί κάθε απίθανο ευτράπελο, με πρώην και νυν κοπέλες του Dante να απαιτούν εξηγήσεις ένα παιχνίδι χόκεϊ να εξελίσσεται στην ταράτσα του μαγαζιού και τους πιο "περίεργους" πελάτες να εμφανίζονται την πιο ακατάλληλη ώρα.
                Ο ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος έχει προσφέρει ταινίες- διαμάντια, ταινίες που με μικρό έως ελάχιστο budget έχουν καλλιτεχνική αξία μεγαλύτερη από ταινίες των πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Συνήθως οι πιο πετυχημένες κωμωδίες είναι από τέτοιου είδους παραγωγές, γιατί οι δημιουργοί τους είναι πιο ελεύθεροι και δημιουργικοί, μιας και το ξεκινάνε με μεράκι και διάθεση, αλλά πάνω απ' όλα με αγάπη για το σινεμά.
                 Χαρακτηριστικό παράδειγμα λοιπόν αυτού του είδους η ταινία "the clerks". Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Kevin Smith, σε ηλικία 21 ετών, ξόδεψε το ποσό των 27.500 δολαρίων (πουλώντας ακόμη και προσωπικά του αντικείμενα) για να γυρίσει την ταινία στο μαγαζί στο οποίο δούλευε εκείνη την περίοδο. Με τη βοήθεια ενός σχεδόν ερασιτεχνικού καστ γύρισε, γύρισε ένα φιλμ χαμηλών προσδοκιών, που στην πορεία όμως αποδείχτηκε πολύ πλούσιο σε γέλιο και αγαπήθηκε από κάθε slacker που σέβεται τον εαυτό του.
                  Το γυρισμένο σε 16mm φιλμ αποτελεί την έννοια της low budget παραγωγής που ξεπερνά τα πενιχρά μέσα παραγωγής, με όπλα τους καυστικούς διαλόγους, την αμεσότητα των ερμηνειών και το αντισυμβατικό κάφρικο χιούμορ που διαθέτει. Γιατί μέσα από το χαβαλετζίδικο ύφος και τη συρραφή ξεκαρδιστικών σκετς, ξεδιπλώνεται σταδιακά μια αγνή σε προθέσεις κριτική για τη λεγόμενη generation X. Πάνω απ' όλα όμως γιατί παρά τις σουρεάλ καταστάσεις, ο Dante και ο Randal είναι τόσο αληθινοί που σε καλούν να ταυτιστείς μαζί τους.
                    Πολύ αργότερα ο Kevin Smith γύρισε το sequel Clerks 2, με το φιλμ να κινείται σε πιο mainstream μονοπάτια αλλά με την ίδια διάθεση.
                    Οι χαρακτήρες Jay και Silent Bob εμφανίστηκαν στις περισσότερες από τις επόμενες ταινίες του Smith, πρωταγωνιστώντας μάλιστα στο "δόγμα" και στο "Jay and Silent Bob strike back".



Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Πέμπτη 21/06: Κατάσταση Πολιορκίας (1972)



Σκηνοθεσία: Κώστας Γαβράς
Σενάριο: Κώστας Γαβράς, Franco Solinas
Πρωταγωνιστές: Yves Montand, Renato Salvatori, O. E. Hasse
Χώρα Παραγωγής: Γαλλία, Ιταλία, Δ. Γερμανία
Χρονολογία Παραγωγής: 1972








               Εξαιρετικό πολιτικό θρίλερ με θέμα την απαγωγή, ανάκριση και εκτέλεση του Νταν Μιτριόνε, εκπαιδευτή των λατινοαμερικάνικων αστυνομιών στις σύγχρονες "τεχνικές ανάκρισης" της CIA, από τους αντάρτες πόλης Τουπαμάρος της Ουρουγουάης (1970). Ένας πράκτορας της CIA εκπαιδεύει τις υπηρεσίες ασφαλείας φιλικών χωρών σε σύγχρονες μεθόδους βασανισμού. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του Νταν Μιτριόνε.
                    Ο Γαβράς μετά το Ζ συνεχίζει το ταξίδι του ανά τον κόσμο, εντοπίζοντας πολιτικές καταστάσεις που δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δημοκρατικές, δίνοντας και επισήμως σάρκα και οστά, ως κύριος εκφραστής του, σε ένα genre που μέχρι τώρα δεν υπήρχε καταχωρημένο στα αλμανάκ, το political thriller. Αυτή τη φορά η στάση του γίνεται στην  πολύπαθη λατινική Αμερική και την Ουρουγουάη, που μόλις έχει συνέλθει μετά από πολυετή κατάλυση του πολιτεύματος από τους στρατιωτικούς. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το κράτος λειτουργεί σύμφωνα με τους θεσμούς, αφου μέλη της κυβέρνησης είναι όλοι ζάπλουτοι επιχειρηματίες, που κινούνται σύμφωνα με τα συμφέροντα της αμερικανικής προσταγής.
                    Σε αυτό το σημείο εισβάλλουν στην καθημερινότητα της χώρας- που περιβάλλεται από επίσης προβληματισμένες πολιτικά χώρες, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή- οι Τουπαμάρος, που, ενεργώντας μεθοδικά, θα ξεκινήσουν μια σειρά απαγωγών, επιζητώντας ανταλλαγές με μια σειρά συντρόφους τους. Ανάμεσα στους απεχθέντες θα βρεθεί και ένας αμερικάνος που διατείνεται πως είναι εκπρόσωπος μιας εταιρείας τηλεπικοινωνιών που θέλει να βελτιώσει το τηλεφωνικό δίκτυο της Ουρουγουάης. Η ιστορία ξεκινά από το τέλος της, την εύρεση δηλαδή του νεκρού κορμιού του Σαντορέ, και μέρα με τη μέρα σε διάστημα μιας εβδομάδας, Ο Γαβράς μέσα από εκπληκτικές σκηνοθετικές εμπνεύσεις, αναδεικνύει το τι συνέβη στην απόσταση από το σκοτεινό βρώμικο δωμάτιο φυλακή μέχρι τα χλιδάτα σαλόνια των πολιτικών. Έξοχη για ακόμα μια φορά η ερμηνεία του Yves Montand, αυτή τη φορά υποδυόμενος τον αρνητικό χαρακτήρα του στόρι, ενώ στο περιβάλλον του ξεχωρίζει η παρουσία του Renato Salvatori, ως σαδιστή αρχηγού της αστυνομίας...

Μια ταινία- καταγγελία των επεμβάσεων των ΗΠΑ στις χώρες της λατινικής Αμερικής.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Συνοδευτικό κείμενο προβολής του Waking Life

(μοιράστηκε πριν την προβολή)

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Πέμπτη 14/06: Waking Life (2001)






Σκηνοθεσία: Richard Linklater
Σενάριο: Richard Linklater
Πρωταγωνιστές: Ethan Hawke, Trevor Jack Brooks, Lorelei Linklater
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Χρονολογία Παραγωγής: 2001
                                                                 





                   Το waking life είναι η εξύμνηση μιας σειράς προικισμένων, ευφυών χαρακτήρων, οι οποίοι ψάχνουν το νόημα της ύπαρξής τους και δεν έχουν απαντήσεις.Μόνο αυτοί που δεν έχουν τις απαντήσεις ρωτούν λογικές ερωτήσεις.
                   Η ταινία είναι σαν ένα κρύο ντουζ από φρέσκες και σαφείς ιδέες. Μας κάνει να αισθανόμαστε καθαρμένοι από την πλήξη, την αδιαφορία, τη ματαιότητα και την απονεκρωτική τυραννία του κόσμου. Οι χαρακτήρες περιφέρονται παθιασμένα, συζητώντας ιδέες, θεωρίες, απότερους σκοπούς. Η ταινία είναι τόσο συναρπαστική ως προς το στυλ και τα γραφικά όσο είναι και ως προς τις ιδέες, όλα αυτά μάλιστα συμπλέκονται. Ο Richard Linklater και οι συνεργάτες του έχουν τραβήξει μια σειρά από συζητήσεις, διαφωνίες, αλαζονικά παραληρήματα, μονόλογους και εικασίες και στη συνέχεια έφτιαξαν την animated ταινία ακολουθώντας μια νέα διαδικασία που δημιουργεί μια εκθαμβωτική, παλλόμενη ζωή στην οθόνη: αυτή η ταινία μοιάζει ζωντανή, φαίνεται να δονείται από την αναγκαιότητα και τον ενθουσιασμό.
                  Το waking life είναι περίεργα ρεαλιστικό. Το πιο δύσκολο για αυτόν που φτιάχνει τους animated χαρακτήρες είναι να αιχμαλωτίσει μια αυθόρμητη κίνηση που εκφράζει την προσωπικότητα. Χρησιμοποιώντας αληθινούς ηθοποιούς το waking life αιχμαλωτίζει μικρές στιγμές πραγματικής ζωής: μια ηθοποιός που αφήνει κάτω το τσιγάρο της, μια καθυστερημένη αντίδραση, κάποιος που ακούει ενώ είναι ανυπόμονος θέλωντας να μιλήσει ξανά, ένας τύπος που χαμογελάει σα να θέλει να πει "δε χαμογελάω στ' αλήθεια". Οι διάλογοι έχουν τη χροιά των συζητήσεων της καθημερινής ζωής, ίσως επειδή οι ηθοποιοί αφέθηκαν να εκφραστούν με το δικό τους τρόπο: δεν είναι καθόλου αισθητή η ύπαρξη σεναρίου, αλλά περισσότερο η αίσθηση της υποκλοπής του λόγου.
                   Ο ήρωας της ταινίας, στον οποίο δεν έχει δοθεί όνομα, ενσαρκώνεται από τον Wiley Wiggins. Είναι ένας νέος άντρας, ο οποίος έχει επιστρέψει στην πόλη που κάποτε, χρόνια πριν, το παιδικό παιχνίδι ενός φίλου του είχε ξεδιπλωθεί δείχνοντάς του τις λέξεις "το πεπρωμένο είναι το όνειρο". Νιώθει πως βρίσκεται σε ένα όνειρο και παρόλο που ξέρει πως είναι όνειρο δεν μπορεί να ξυπνήσει. Περιπλανιέται από το ένα πρόσωπο και μέρος στο άλλο. Έρχεται αντιμέτωπος με θεωρίες, πεποιθήσεις, τη λογική, την τρέλα. Οι άνθρωποι προσπαθούν να του εξηγήσουν τι πιστεύουν, αλλά αυτός είναι απόλυτα μπερδεμένος μέχρι που καταφέρνει τελικά να δει πως η απάντηση είναι η ίδια η περιέγεια. Το να μην έχεις την απάντηση είναι αναμενόμενο. Το να μη ρωτάς ερωτήσεις είναι ένα έγκλημα απέναντι στην ίδια σου τη νόηση.







Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Πέμπτη 7/6: Evil (2003)





Σκηνοθεσία: Mikael Hafstrom
Σενάριο: Mikael Hafstrom, Jan Guillou (βιβλίο)
Πρωταγωνιστές: Andreas Wilson, Henrik Lundstrom, Gustaf Skarsgard
Xώρα Παραγωγής: Σουηδία, Δανία
Χρονολογία Παραγωγής: 2003








                   Με τις περίπλοκες κλίκες και τα δίκτυα, τους αυταρχικούς κανόνες της και φυσικά τον τραμπουκισμό, η σχολική αυλή ήταν πάντα ένα πρόσφορο, αν όχι το πλέον κατάλληλο, πεδίο εξάσκησης για όποιον ενδιαφερόταν να επιβληθεί με τη δύναμη- από το "If...", το "Election", το "Dead poets society" μέχρι το "Mean girls", το σχολείο έχει χρησιμοποιηθεί σαν το κινηματογραφικό σκηνικό για διάφορες πολιτικές αλληγορίες που αναφέρονται στην πάλη του ατόμου μέσα σε ένα κλειστό και κομφορμιστικό σύστημα. Το τελευταίο τέτοιο φιλμ είναι το Evil του Mikael Hafstrom, βασισμένο στο ημι- βιογραφικό βιβλίο του Jan Guillou. Αν και ο  Guillou είναι περισσότερο γνωστός- τουλάχιστον στις Βόρειες χώρες- σαν συγγραφέας σειράς μυθιστορημάτων κατασκοπείας, οι δραστηριότητές του μετά τα σχολικά χρόνια περιλαμβάνουν φυλάκιση για προδοσία, όταν εξέθεσε δημόσια τη σουηδική μυστική υπηρεσία πληροφοριών επειδή κρατούσε αρχεία πολιτικών φρονημάτων των πολιτών. Καθώς έχει επίσημα χαρακτηριστεί ως τρομοκράτης από τις ΗΠΑ, ο Guillou ξέρει μερικά πράγματα για τις δυσκολίες του να αντιμάχεσαι πανίσχυρες εξουσίες, τα οποία χρωματίζουν την πολιτική διάσταση του Evil.
                   Στοκχόλμη, δεκαετία του '50. Παρόλες τις ακαδημαϊκές του ικανότητες, ο μαθητής Erik Ponti αποβάλλεται από το σχολείο του με τα εξής λόγια από το διευθυντή: "υπάρχει μία μόνο λέξη για να περιγράψει ανθρώπους σαν εσένα- σατανικός. Αυτό που χρειάζεσαι είναι μαστίγωμα, και περισσότερα". Στην πραγματικότητα ο Erik λαμβάνει ένα "καλό" χέρι ξύλο από τον σαδιστή πατριό του, έτσι η μητέρα του τον στέλνει στο παραδοσιακών αρχών σχολείο Stjärnsberg Boarding School, όπου η πειθαρχία αφήνεται στους ίδιους τους μαθητές, οι οποίοι λειτουργούν σύμφωνα με τις άκαμπτες ιεραρχίες που ορίζονται από την ηλικία και την οικογενειακή γενεαλογία. Παρά τις συμβουλές του φίλου και συγκατοίκου του, Pierre, ο Erik αρνείται δημόσια να υποβληθεί στις αυθαίρετες τιμωρίες που έχει ορίσει ο μεγαλύτερος μαθητής Otto Silverhielm και σύντομα βρίσκει τον εαυτό του απίθανο εκφραστή της τακτικής πολιτικής ανυπακοής ενάντια στη θεσμοθετημένη κατάχρηση εξουσίας του σχολείου.
                      Για μία ταινία της οποίας ο τίτλος σηματοδοτεί ένα ενδιαφέρον για ζητήματα ηθικής, ο ήρωάς της αποτελεί αναμφισβήτητα μια αμφίσημη ηθικά φιγούρα. Αναλαμβάνει την εκστρατεία του για τη μη βία όχι επειδή είναι ένας τύπου Gandhi ειρηνιστής, αλλά επειδή κάθε χτύπημα που μπορεί να πετύχει ενάντια στους καταπιεστές του θα οδηγήσει αυτόματα στην αποβολή του και στην επιστροφή του στο σπίτι. Η εναρκτήρια σκηνή δείχνει τον Erik να δέρνει με ευκολία έναν αντίπαλό του, έτσι ώστε η μεγάλη αγωνία να ακολουθεί στις επόμενες σκηνές σαν απόρροια της έντασης ανάμεσα στο τι κάνει στην πραγματικότητα (ή ακριβέστερα τι δεν κάνει) και τι ξέρει πως είναι ικανός να κάνει. Αυτά μέχρι τη στιγμή που ο Erik βρήκε- και εκμεταλλεύτηκε πλήρως- ένα παραθυράκι στο πλαίσιο του σχολικού συστήματος που του επιτρέπει να καταφύγει στη βία χωρίς το φόβο της τιμωρίας. Οι θεατές περίμεναν, έως και επιθυμούσαν, μια τέτοια έκρηξη και έτσι το Evil  μας οδηγεί σε μια άβολη συνενοχή στην σκληρή εκδίκηση του Erik. Αργότερα, σε δύο σκηνές περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τι πρόκειται να κάνει σε κάποιον, δημιουργώντας και πάλι προσδοκίες στο θεατή, οι οποίες αργότερα ματαιώνονται, είτε επειδή ο Erik δεν το πραγματοποιεί, είτε επειδή ο Hafstrom επιλέγει να μη μας δείξει τι ακολουθεί. Έτσι καθίσταται υπό διερεύνηση όχι μόνο η ηθική του Erik αλλά και η ηθική του θεατή.
                   Το Evil δεν είναι τόσο μια ταινία για το πώς να είναι κανείς καλός, όσο για το πώς να εκμεταλλευτεί κανείς τους νόμους ενός αυταρχικού συστήματος ώστε να το κερδίσει στο ίδιο του το παιχνίδι. Το περιβάλλον και η ανατροφή του Erik μπορεί να εξηγούν την όχι τόσο ελκυστική συμπεριφορά του, αλλά η ταινία υπονοεί πως αυτό είναι εξίσου αλήθεια και για τους άλλους "κακούς" χαρακτήρες. Αυτό που ξεχωρίζει τις βίαιες πράξεις του Erik από αυτές του Otto, ας πούμε, ή του πατριού του, είναι πως ο Erik σπάει όχι μόνο κεφάλια αλλά και τα καταπιεστικά όρια, υποσχόμενος να φέρει την αλλαγή στα αυταρχικά ιδρύματα της εποχής του.









Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Πέμπτη 31/05: Lavorare con Lentezza (2004)




Σκηνοθεσία: Guido Chiesa
Σενάριο: Guido Chiesa, Wu Ming (Roberto Bui, Giovanni Cattabriga, Luca di Meo, Federico Guglielmi, Riccardo Pedrini)
Πρωταγωνιστές: Afterhours, Manuel Agnelli, Alessandro Agnello
Χώρα Παραγωγής: Ιταλία
Χρονολογία Παραγωγής: 2004







                   Ένα ιταλικό φιλμ για το κίνημα της αυτονομίας στην Ιταλία του 1977. Είναι η εποχή που δεκάδες ελεύθερα ραδιόφωνα γεννιούνται σε όλη τη χώρα, δίνοντας στο κίνημα φωνή. Η ταινία παρουσιάζει την προσωπική πορεία δύο φίλων, μέσα στον κυκεώνα των έντονων γεγονότων της εποχής αλλά και των εντάσεων της νεότητάς τους.
                 Ο Squalo και ο Pelo, αλλεργικοί στη μισθωτή εργασία, συχνάζουν σε ένα τοπικό καφέ, σε μια εργατική συνοικία στα προάστεια της Bologna. Δεν τους πειράζει όμως να εργάζονται σε διάφορες περιστασιακές δουλειές για λογαριασμό του τοπικού γκάνγκστερ, Marangon. Παρόλα αυτά είναι δύο τυπικοί έφηβοι, που δεν βλέπουν μέλλον σε όποια κατεύθυνση κι αν κοιτάξουν. 
                    Ο Marangon, ωστόσο, έχει μεγάλα σχέδια: σκέφτεται να ληστέψει μια τράπεζα και προσλαμβάνει τους δύο νέους να σκάψουν ένα τούνελ που να οδηγεί στο θησαυροφυλάκιο. Το τρανζίστορ τους πιάνει μόνο έναν σταθμό υπογείως: Το Ράδιο Αλίκη, "μια φωνή γι' αυτούς που δεν έχουν"...
                     Ο σταθμός Ράδιο Αλίκη στην πραγματικότητα άρχισε να εκπέμπει στις 9 Φεβρουαρίου 1976, στη συχνότητα 100,6 MΗ, χρησιμοποιώντας έναν πρώην στρατιωτικό αναμεταδότη. Στις 2 Μαρτίου του 1977η αστυνομία εισέβαλε στο χώρο και τον έκλεισε.
                   













Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Πέμπτη 24/05: Mary & Max (2009)




Σκηνοθεσία: Adam Elliot
Σενάριο: Adam Elliot
Πρωταγωνιστές: Toni Collette, Phillip Seymour Hoffman, Eric Bana
Χώρα Παραγωγής: Αυστραλία
Χρονολογία Παραγωγής: 2009





           Το Mary & Max είναι μια ταινία που έσκασε στο προσκήνιο κάπως απροσδόκητα. Πρόκειται μάλλον για έναν κάπως χλιαρό τίτλο που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, αλλά πίσω από αυτήν την κάπως βαρετή λογοτεχνική πρόσοψη βρίσκεται μια πολύ πλούσια και επιτυχημένη ταινία. Το Mary & Max είναι προφανώς ένα έργο που έγινε με αγάπη, έχοντας όμως την κατάλληλη χρηματική υποστήριξη ώστε να μετατραπεί σε ένα θαύμα. Η ταινία είναι ένας εορτασμός της παλιομοδίτικης καλλιτεχνικής παραγωγής. Όλοι οι χαρακτήρες δημιουργήθηκαν από πολυμερή, πηλό, πλαστικό και μέταλλο και είναι κινηματογραφημένοι με την παραδοσιακή τεχνική. Κάποια από τα σκηνικά χρειάστηκαν πάνω από δύο μήνες για να κατασκευαστούν. 
                      Το  Mary & Max αφηγείται την ιστορία δύο μοναχικών ψυχών που βρέθηκαν κατά λάθος. Η εφτάχρονη Mary γράφει στον Max ζητώντας συμβουλές κι έτσι ξεκινούν να αλληλογραφούν. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης της Mary και η ταλαιπωρία του Max λόγω του σύνδρομου Asperger από το οποίο πάσχει δημιουργούν μεγάλες δυσκολίες στη σχέση τους και δε θα χρειαστεί πολύ μέχρι να ανακαλύψουν ότι το να έχεις φίλους μπορεί να γίνει μια οδυνηρή εμπειρία.
              Οπτικά το Mary & Max είναι από τα καλύτερα έργα που έχουν κινηματογραφηθεί με πλαστελίνη. Ο κόσμος της Mary (ένα μικρό χωριό στην Αυστραλία) είναι ιδωμένος μέσα από ένα σκούρο καστανό φίλτρο, ενώ του Max (Νέα Υόρκη) είναι κατασκευασμένος στις αποχρώσεις του μαύρου- άσπρου. Τα σκηνικά είναι φτιαγμένα με εξαιρετική λεπτομέρεια και δείχνουν μεγαλειώδη. 
               Το soundtrack είναι διασκεδαστικό, ιδιότροπο, με ξαφνικά ξεσπάσματα, ακόμα και συγκινητικό ενίοτε. Χρησιμοποιούνται κάποια αρκετά γνωστά μουσικά κομμάτια αλλά τοποθετημένα σε ένα νέο πλαίσιο. Οι φωνητικές αποδόσεις των χαρακτήρων είναι εκπληκτικά ισχυρές επίσης, με τον εξαιρετικό Phillip Seymour Hoffman να παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας του φιλμ.
                 Η πραγματική ομορφιά του Mary & Max βρίσκεται στην ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα. Η ταινία έχει μια μάλλον σκοτεινή δριμύτητα και καθώς πολλά μικρά γεγονότα και λεπτομέρειες παρουσιάζονται ως αστεία, καθώς η ταινία προχωρά ανακαλύπτει κανείς ότι κρύβονται περισσότερα πίσω από τη χαρούμενη επιφάνεια της ταινίας. Σε μερικές σκηνές ο Elliot διαλύει το κωμικό περιτύλιγμα και είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα μπορεί να περάσει από τη μαύρη κωμωδία σε άβολες δραματικές σκηνές.
                 Δεν υπάρχει ούτε μια βαρετή στιγμή στην ταινία. Είναι αστεία, προσφιλής και σκοτεινή ταυτόχρονα, πετυχαίνοντας μια σπάνια ισορροπία.


















Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Πέμπτη 17/05: Pa Negre (2010)





Σκηνοθεσία: Αgusti Villaronga
Σενάριο: Αgusti Villaronga
Πρωταγωνιστές: Francesc Colomer, Marina Comas, Nora Navas
Χώρα Παραγωγής: Ισπανία, Γαλλία
Χρονολογία Παραγωγής: 2010





         Η σκοτεινή και ατμοσφαιρική ιστορία σιωπής ανάμεσα στους χωρικούς και τους αξιωματούχους των χωριών στη μετεμφυλιακή Ισπανία είναι ένα εντυπωσιακό δείγμα αφήγησης, καθώς αναμειγνύει τη σκληρή διαδικασία ωρίμανσης ενός παιδιού με τα φονικά μυστικά των ενηλίκων.
                 Τα γυρίσματα της ταινίας μέσα στα καταπράσινα και ενίοτε τρομακτικά δάση της Καταλονίας δίνουν σ' αυτή τη συγκλονιστκή περίοδο μια ρεαλιστική αίσθηση της εποχής, καθώς βυθίζεται σε ψέματα και μυστικά μεταξύ της κοινότητας. Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε, επίσης, την έξοχη ερμηνεία του νεαρού πρωταγωνιστή, Francesc Colomer.
                Η επιβλητική εισαγωγική σκηνή βάζει τον θεατή αμέσως στο πετσί της ιστορίας και, στη συνέχεια, το μυστήριο, σε συνδυασμό με το βαθύ και άκρως ενδιαφέρον οικογενειακό παρελθόν του μικρού πρωταγωνιστή, δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για ένα δυνατό και εκρηκτικό δράμα. Σταδιακά ξετυλίγεται το κουβάρι, που αποτελείται από τα τωρινά μεταπολεμικά γεγονότα αλλά και σκοτεινά δεδομένα του μακρινού και κοντινού παρελθόντος. 
               Η ταινία παρουσιάζει με ένα ιδιαίτερα συναισθηματικό περιτύλιγμα τη σχέση πατέρα- γιου και θέτει έμμεσα το δίλημμα αν κάποιος οφείλει να παραιτηθεί από τις προσωπικές του αξίες και τα ακλόνητα ιδανικά του και να θυσιαστεί για κάτι που αγαπάει περισσότερο.


















Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Πέμπτη 10/05: 12 Angry Men (1957)




Σκηνοθεσία: Sidney Lumet
Σενάριο: Reginald Rose
Πρωταγωνιστές: Henry Fonda, Lee J. Cobb, Martin Balsam
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Χρονολογία Παραγωγής: 1957





         Οι 12 ένορκοι αποτελούν το πρώτο κινηματογραφικό έργο του Sidney Lumet. Πίσω στο 1957 και ύστερα από αρκετές τηλεοπτικές και θεατρικές δουλειές, ο Lumet αποφασίζει να γυρίσει για τη μεγάλη οθόνη το αψεγάδιαστο σενάριο του Reginald Rose με πρωταγωνιστή και παραγωγό τον Henry Fonda, πρωταγωνιστή των "σταφυλιών της οργής".
          Η υπόθεσή του είναι η απόφαση που πρέπει να πάρουν 12 ένορκοι σχετικά με τον πιθανό φόνο ενός πατέρα από το γιο του. Αριστοτεχνικά, χτίζεται μια θεατρική ταινία γυρισμένη σε ένα δωμάτιο με 12 άτομα.
           Όπως όλες οι ταινίες του Lumet, είναι βαθιά κοινωνική και ηθογραφική. Πόσο εύκολα μπορείς να αποφασίσεις να στείλεις στο θάνατο έναν άνθρωπο; Πόσο αδιάσειστες μπορούν να είναι κάποιες μαρτυρίες; Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η υποκειμενικότητα, οι προκαταλήψεις, ακόμα και η ανευθυνότητα του καθενός από τους δώδεκα;
            Για να εκτελεστεί ο 18χρονος κατηγορούμενος θα πρέπει να συναινέσουν και οι δώδεκα. Τελικώς, διατηρεί αμφιβολίες για την ενοχή του μόνο ο 8ος ένορκος. Όχι τόσο λόγω ανθρωπισμού, αλλά περισσότερο από σεβασμό στον ορθολογισμό και την υπεύθυνη στάση απέναντι στα γεγονότα.
             Έτσι ξεκινά ένα γαϊτανάκι επιχειρηματολόγησης, όπου γνωρίζουμε το χαρακτήρα και τις πεποιθήσεις κάθε ενόρκου και συνειδητοποιούμε πόσο πολύ τα βιώματα και η αβάσιμη κρίση μας θολώνουν τη σκέψη μας και μας οδηγούν σε επιπόλαιες αποφάσεις. Ακόμη κι όταν πρόκειται για τη ζωή ενός ανθρώπου.
              Σαφώς κινηματογραφικά δεν υπάρχουν πειραματισμοί, καθώς βρισκόμαστε στην κλασική εποχή του αμερικάνικου κινηματογράφου, αλλά η αριστουργηματική ερμηνεία των ηθοποιών δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα.






Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Πέμπτη 03/05: Cradle will rock (1999)





Σκηνοθεσία: Tim Robbins
Σενάριο: Tim Robbins
Πρωταγωνιστές: Hank Azaria, Ruben Blades, Joan Cusack
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Χρονολογία Παραγωγής: 1999






            Το Cradle will rock είναι μία από τις σημαντικότερες και πιο πολιτικές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών που, αν και εξελίσσεται στη δεκαετία του '30, καταπιάνεται με τα μεγάλα θέματα της δικής μας εποχής, όπως είναι η σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική, το κράτος και το κεφάλαιο, το εργατικό κίνημα και την επανάσταση, καθώς και την προδοσία, τη "δήλωση μετάνοιας" και την ανάκλησή της. 
             Ο συνωστισμός των αστεριών που δίνουν το παρόν στην ταινία είναι εντυπωσιακός: από τη Vanessa Redgrave, τη Suzan Sarandon, τον John Cusack και την Emily Watson μέχρι τον χαρισματικό John Torturro και τον Bill Murray (εκπληκτικό στο ρόλο ενός εγγαστρίμυθου καλλιτέχνη), καθώς και τον σκηνοθέτη John Carpenter- σημάδι της εκτίμησης που τρέφουν πολλοί άνθρωποι της τέχνης για τον Robbins.
             Η ταινία στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά τόσο συνταρακτικά και τόσο αποσιωπημένα, που μοιάζουν να έχουν επινοηθεί. Η λογοκρισία, ο στραγγαλισμός της τέχνης, είτε από το κράτος είτε από τους χορηγούς, είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι παράλληλες ιστορίες της ταινίας: για πρώτη φορά (και μάλιστα επί Ρούσβελτ), η κυβέρνηση στέλνει πάνοπλους άντρες της Εθνοφυλακής για να εμποδίσουν το ανέβασμα ενός "φιλεργατικού" θεατρικού έργου, το οποίο σκηνοθετεί ο 22χρονος τότε Orson Welles. Ταυτόχρονα, ο φιλότεχνος μεγιστάνας Nelson Rockefeller παραγγέλνει στο διάσημο μεξικάνο επαναστάτη ζωγράφο Diego Rivera μια γιγάντια τοιχογραφία για το λόμπι ενός ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη (το Rockefeller Center), αλλά μόλις ανακαλύπτει ότι ο ζωγράφος κάνει τα δικά του (απεικονίζει τον Λένιν απένταντι στον Abraham Lincoln), ακυρώνει την παραγγελία του και διατάζει την καταστροφή του έργου. Πλάι σε υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα (ο μεγαλοεκδότης Herst, μια καλλιτεχνική πράκτορας του Μουσολίνι, ένας γίγαντας της χαλυβουργίας, η Frida Kahlo, κ.α) περιστρέφονται αρκετά φανταστικά πρόσωπα, όπως μια άστεγη τραγουδίστρια του δρόμου, μια εκκεντρική κόμισσα και προστάτιδα των τεχνών, μια δημόσια υπάλληλος που βλέπει παντού την κόκκινη απειλή, κ.α
              Η μεγάλη ύφεση μετά το κραχ του '29, στάθηκε ολέθρια για τη θεατρική βιομηχανία, καθώς συνδυάστηκε με την επέλαση του Hollywood. Για παράδειγμα, μόνο στη Νέα Υόρκη το 98% των θεάτρων έβαλε λουκέτο την περίοδο 1931- 32. Οι ορχήστρες που έπαιζαν ζωντανά καταργήθηκαν και δημιουργήθηκε μια τεράστια στρατιά άνεργων και απελπισμένων ηθοποιών, τεχνικών, μουσικών. Σ' αυτό συνέβαλε και η διάλυση δεκάδων περιοδευόντων θιάσων εξαιτίας των εξωφρενικών αυξήσεων στις τιμές των εισιτηρίων του σιδηροδρόμου.
                Στο πλαίσιο του New Deal, η κυβέρνηση χρηματοδοτεί το FTP, το Ομοσπονδιακό Θεατρικό Πρόγραμμα, για την απορρόφηση του άνεργου καλλιτεχνικού προλεταριάτου και για τη φτηνή ψυχαγωγία του λαού. Να σημειωθεί ότι το θέατρο τότε ήταν ένα λαϊκό θέαμα.
                 Μια από τις επιχορηγούμενες παραγωγές της εποχής είναι το Cradle will rock, ένα μπρεχτικού ύφους μιούζικαλ. Όταν η κυβέρνηση απαγορεύει το έργο, τα σωματεία των ηθοποιών και των τεχνικών απειλούν με διαγραφή όποιον πάρει μέρος στην παράσταση. Η απώλεια της ιδιότητας του μέλους ισοδυναμεί με καταδίκη σε αιώνια ανεργία, καθώς μόνο επαγγελματίες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στο FTP. Εκατοντάδες εργάτες μαζεύονται έξω από το πολιορκημένο από ένοπλους θέατρο, καλλιτέχνες και τεχνικοί κυριολεκτικά το σκάνε από το παράθυρο και το έργο μεταφέρεται και ανεβάζεται στο δρόμο, ή περίπου στο δρόμο, σε μια εντυπωσιακά μοντέρνα εκδοχή, χωρίς κοστούμια και σκηνικά, χωρίς καν σκηνή. Κοινό και καλλιτέχνες τραγουδούν και χορεύουν αγκαλιασμένοι σ' αυτή τη μοναδική και πρωτοποριακή, από σκηνοθετική άποχη, παράσταση. 
                   Εφτά χρόνια πάλεψε ο Robbins για να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση αυτής της ταινίας. Ενδιάμεσα γύρισε το Θα Ζήσω και έπαιξε σε εμπορικές ταινίες, καθώς, όπως λέει ο ίδιος "όσο κι αν αποδοκιμάζεις το Hollywood, υποχρεώνεσαι μερικές φορές να παίξεις με τους κανόνες του, ώστε να μην περιθωριοποιηθείς". Ωστόσο, δεν παύει να δηλώνει πως "ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, υπάρχει περιθώριο για μια επανάσταση".





Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Πέμπτη 26/04: Fahrenheit 451




Σκηνοθεσία: Francois Truffaut
Σενάριο: Francois Truffaut, Jean- Louis Richard, (βιβλίο) Ray Bradbury
Πρωταγωνιστές: Oscar Werner, Julie Christie, Cyril Cusack
Χώρα Παραγωγής: Αγγλία
Χρονολογία Παραγωγής: 1966




               Η επίσημη κριτική επέδειξε ιδιαίτερη αρέσκεια στο να διαβάσει το Fahrenheit 451 ως μια ταινία για το μέλλον. Σαφώς είναι μια ταινία που προμηνύει μια ύστερη τάξη πραγμάτων. Όμως, ο Francois Truffaut χρησιμοποιεί το μελλοντικό σκηνικό κυρίως για να ολοκληρώσει το βαθύ στοχασμό του πάνω στο φασισμό, ανεμπόδιστα από τις δεσμευτικές επιταγές του (τότε) σήμερα.
                   Το Fahrenheit 451 θίγει εξόφθαλμα τον τρόπο δράσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Το πυρ των βιβλίων, οι στολές, οι τυποποιημένοι χαιρετισμοί, καθώς και διάφορα άλλα σύμβολα, αποτελούν άμεσες φασιστικές παραπομπές, καθρεφτίζοντας έναν χώρο φασιστικής κυριαρχίας, με την εξουσία να επίθυμεί την απαρέγκλιτη ευθυγράμμιση- ρύθμιση των ανθρώπων σύμφωνα με τις φασιστικές προδιαγραφές. Πρόκειται ουσιαστικά για την εξάλειψη του ανθρώπινου και την παραγωγή πανομοιότυπων ανδροειδών΄ ανδροειδών που συγγενεύουν με άψυχα αντικείμενα που, όπως χαρακτηριστικά δείχνεται, έχουν απολέσει την ικανότητα επικοινωνίας. Εργαλεία αυτής της διαδικασίας είναι η αυστηρή επιβολή του νόμου και κυρίως η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος εθελούσιας συμμόρφωσης.
                    Ζω σημαίνει τραυματίζομαι. Γδέρνω τη γυμνή επιφάνειά μου, εσωτερική και εξωτερική, στις εγκοπές του χρόνου. Και μέσα από τις πληγές μου αποκτώ όνομα. Λυτρώνομαι μέσα από το θάνατο της στιγμής, δηλαδή τον δικό μου επαναλαμβανόμενο θάνατο. Και έτσι συνεχίζω. Η φασιστική επιβολή σημαίνει ακριβώς το αντίθετο΄ το αυστηρά καθορισμένο μόρφωμα του ανθρώπινου, δίχως τη δυνατότητα σκέψης και κυρίως δίχως τη δυνατότητα συναισθημάτων (όπως χαρακτηριστικά βλέπουμε στη σκηνή της απαγγελίας). Κι αυτή η έλλειψη πνευματικότητας ταυτίζεται με το αντίθετο της ζωής. Τη μη- ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει θάνατο. Αντιθέτως, σημαίνει ανώδυνος χρόνος. Δηλαδή λήθη. Σημαίνει την ευτυχία του "μη- τραυματισμού". Και μέσα σ' αυτό το χωροχρονικό σύμπαν αδράνειας και υποταγής, το ανθρώπινο- ή καλύτερα το ανθρωπόμορφο- αποτελεί το ευκολοκυβέρνητο πλοίο των ολοκληρωτικών καθεστώτων. 
                     Οι μέθοδοι υπνωτισμού, πέρα από την επιβολή του "επινοημένου" νόμου, ακούνε στο όνομα των εξαρτήσεων. Εξαρτήσεις άμεσες ή έμμεσες. Τα χάπια, ως άμεσες εξαρτήσεις, αποτελούν τυποποιημένο και καθημερινό καταναλωτικό προϊόν. "Of course!" απαντάει ο πρωταγωνιστής Montag όταν ερωτάται αν η γυναίκα του παίρνει χάπια. Ενώ στις έμμεσες εξαρτήσεις παρατηρούμε τη σύνδεση του ανθρώπου με ποικίλες δραστηριότητες αντιπερισπασμού. Σε μια εναρκτήρια σκηνή o- εν συνεχεία επαναστάτης- Montag ακούει τον ένθερμο λόγο του διοικητή του για τον αθλητισμό ως ένα μέσο απασχόλησης- και συνεπώς υπνωτισμού- των μαζών. Ενώ σε ανύποπτο χρόνο παρακολουθούμε στη σκιά της δράσης, στο βάθος του κάδρου δηλαδή, σκυφτά ανθρωπάκια να επιδίδονται αποχαυνωτικά σε αδρανοποιητικές δραστηριότητες, όπως το ρίξιμο ζαριών, κλπ. Σ' αυτή τη διαδικασία αποχαύνωσης εξέχουσα θέση κατέχει η τηλεόραση. Αν θέλαμε πάντος να κοιτάξουμε με ένα εκσυγχρονισμένο μάτι όλα τα παραπάνω, δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε τη νέα τάση της αυτοαπασχόλησης, ως ακραίο αδρανοποιητικό φαινόμενο που επιβάλλεται και συντηρείται από τη σημερινή, φαινομενικά δημοκρατική τάξη πραγμάτων. Και θα ήταν αφέλεια να μην αναγνωρίσουμε το παραπάνω φαινόμενο ως ένα τεράστιο επίτευγμα για τα "δημοκρατικά καθεστώτα", καθώς επιβάλλουν με αυτορυθμιστική αυταρέσκεια τους νόμους της αδράνειας ενός ατόμου. 
                     Σ' αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε στη φόρμα του Francois Truffaut. Ο Γάλλος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μια υπνωτιστική κινηματογραφική γλώσσα. Με σύμβολα όπως υπνωτιστικούς στροβίλους, τη συστηματική επανάληψη του 451 του τίτλου, καθώς και άλλα ελαφρώς εξπρεσιονιστικά στοιχεία. Σκηνοθετικά μια ιδιαίτερα προσεγμένη επιλογή είναι αυτή των άναρχων zoom in και zoom out, καθώς και η παρομοίως άναρχη εναλλαγή "ταχυτήτων" στην αφήγηση. Σε όλα τα παραπάνω δε θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε και τη μοναδική επιλογή των χρωμάτων στη φωτογραφία. Θερμά χρώματα, κυρίως κόκκινα και μωβ, βάφουν τη γοητευτική επιφάνεια του φιλμ, συνθέτοντας ένα ψυχεδελικό όνειρο αυθυποβολής.
                    Ο Francois Truffaut είναι καλλιτέχνης και ως τέτοιος πιστεύει στις διαμορφωτικές ιδιότητες της Τέχνης. Υπό αυτή την σκοπιά η Τέχνη αποτελεί έναν ασπονδο εχθρό των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Και αν ανατρέξουμε στην ιστορία, η παραπάνω πρόταση επαληθεύεται ανατριχιαστικά, καθώς κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας ολοκληρωτικών καθεστώτων υπήρξε αυστηρή λογοκρισία και αδιάκοπη σφυρηλάτηση της Τέχνης, λόγω του φόβου των εξωτερικών και ανεπιθύμητων διαμορφωτικών ερεθισμέτων που εδύνατο να προσφέρει. 
                 Η Τέχνη, σε αντίθεση με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που διαλαλούν την κατοχή μιας απόλυτης αλήθειας, δε διαμορφώνει σύμφωνα με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Η Τέχνη δε δημιουργεί προορισμούς. Θέτει μόνο τα ερωτήματα που εκκινούν το ταξίδι. Ο προορισματικός τόπος της Τέχνης είναι ένας διαρκώς επαναπροσδιορίσιμος "έστω τόπος", που προκύπτει ως το γινόμενο των εξωτερικών παρατηρήσεων και των μύχιων ενδοσκοπήσεων αυτών που την αφουγκράζονται. Ας δούμε όμως πως αντανακλώνται αυτές οι διαμορφωτικές ιδιότητες στην ταινία. Αρκεί να παρατηρήσουμε τον Montag, ο οποίος από τη στιγμή που διαβάζει το πρώτο του βιβλίο, μεταμορφώνεται εξελικτικά από ένα στεγνό εκτελεστικό όργανο σε έναν επαναστάτη που πασχίζει να ρίξει το σύστημα που υπηρετεί εκ των έσω. 
                 Άλλο ένα ζήτημα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η παρουσίαση του τρόπου αντιμετώπισης της Τέχνης από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο Γάλλος σκηνοθέτης αναπαριστά με γλαφυρότητα τη νέα κατάσταση που παγιώνεται στην τέχνη της εικόνας, η οποία προκύπτει από την αντικατάσταση του κινηματογράφου με την οικιακή τηλεόραση. Μια οικιακή τηλεόραση που κυριαρχεί μονοπωλιακά και χρησιμοποιείται εργαλειακά για την επιβολή της reality σκουπιδολογίας. Ενώ στο έτερο πεδίο έκφρασης, το λόγο, η έννομη και ανελέητη καύση των βιβλίων υπογραμμίζει μια πράξη κραυγαλέας χυδαιότητας και εξόντωσης της Τέχνης.
                Το Fahrenheit 451 αποτελεί ένα παγκόσμιο αριστούργημα, στο οποίο ο Francois Truffaut έχει καταφέρει να συνταιριάξει τόσα στοιχεία από τη nouvelle vague, όσο και από το κλασσικό hollywood. Κάπως έτσι οδηγούμαστε σε ένα πομπώδες και αριστοτεχνικό φινάλε, όπου ο σκηνοθέτης αποσπά το περιεχόμενο της Τέχνης από το χαρτί και το μεταθέτει στο εσωτερικό του ατόμου, εκεί όπου δύναται να λάβει πραγματική υπόσταση. Γιατί τί άλλο είναι ένα βιβλίο εκτός από έναν τάφο; Ή, καλύτερα, εκτός από ένα βαλσαμωμένο θηρίο, που περιμένει στωικά τη δική σου αναστάσιμη ματιά για να ξαναγεννηθεί;